ολος

ολος
    I.
    ὁλός
     мутная жижа Anth.
    II.
    ὅλος
    эп.-ион. οὖλος 3
    1) целый, цельный, полный, весь
    

(ἄρτος Hom.; πίθος Eur.; βοῦς Arph.)

    τρεῖς ὅλους ἑκμήνους χρόνους Soph. — три полных полугодия;
    τῆς ἡμέρας ὅλτης Xen. — целый день;
    δι΄ ὅλου NT. — целиком, сплошь;
    ὅλην τέν νύκτα или τέν νύκτα ὅλην Xen., Plat. — всю ночь;
    σὺν ὅλῃ τῇ ψυχῇ Plat. — всей душой;
    ὅλη καὴ πᾶσα ἥ οἰκία Plat. — весь решительно дом;
    πόλεις ὅλαι Plat. — целые города;
    ὅλη ἥ πόλις Plat. — весь город;
    τοῖς ὅλοις ἡττᾶσθαι Dem. — лишиться всего;
    τὸ ὅλον Plat. — целое, мир, вселенная

    2) полный, совершенный, сущий, подлинный
    

(ἁμάρτημα Xen.; πλάσμα Dem.). - см. тж. ὅλον


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ολος" в других словарях:

  • Όλος —         (holos) (греч.) целый. Целостность. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • ὀλός — destructive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όλος — και ούλος, η, ο (ΑΜ ὅλος, η, ον, Α ιων. τ. οὖλος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει στο σύνολό του, σύμπας, ολόκληρος, ακέραιος (α. «όλη την ημέρα δούλευα» β. «ὕπαρχος ἄλλων δεῡρ ἔπλευσας, οὐχ ὅλων στρατηγός», Σοφ.) 2. πλήρης, ακέραιος, ατόφιος, («ὅλος …   Dictionary of Greek

  • ολός — (I) ὀλός, ὁ (Α) 1. μελάνι τής σουπιάς 2. μτφ. αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει απο συμφυρμό τών λέξεων θολός «μελάνι τής σουπιάς» και ὀρός. Κατ άλλους, η λ. ὀλός (< *salos) ανάται στην ΙΕ ρίζα *sal και συνδέεται με λατ. saliva «σάλιο», αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • όλος — η, ο 1. για ποσότητα, μέγεθος, όγκο, έκταση, ολόκληρος: Όληη παραγωγή καταστράφηκε. 2. για πλήθος προσώπων ή πραγμάτων, όλοι μαζί, χωρίς εξαίρεση: Όλατα ζωντανά πεθαίνουν. 3. ως προσδιορισμός με το άρθρο, ο όλος, η όλη, το όλο συνολικός, ολικός:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὅλος — ὅλοξ masc nom sg ὅλος whole masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλούς — ὀλός destructive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλέ — ὀλός destructive masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλόν — ὀλός destructive masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Champ holistique — Holism and Evolution Holism and Evolution est un livre de Jan Smuts, politicien sud africain et ancien premier ministre de l Afrique du Sud. Dans cet ouvrage, Smuts tente de définir le terme « holisme ». Les concepts qu il développera… …   Wikipédia en Français

  • Champs Holistique — Holism and Evolution Holism and Evolution est un livre de Jan Smuts, politicien sud africain et ancien premier ministre de l Afrique du Sud. Dans cet ouvrage, Smuts tente de définir le terme « holisme ». Les concepts qu il développera… …   Wikipédia en Français


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»